καλουμάρω

καλουμάρω
-άρισα ή -αρα, καλουμαρισμένος (λ. ιταλ.), αφήνω καλούμα ώστε να αυξηθεί το μήκος του σχοινιού ή της αλυσίδας που στο άκρο τους είναι δεμένη άγκυρα, βάρκα κ.ά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλουμάρω — ναυτ. αφήνω καλούμο*, χαλαρώνω το σχοινί ή την αλυσίδα, στο άκρο τών οποίων είναι δεμένη άγκυρα, λέμβος κ.ά., αφήνω την αλυσίδα τής άγκυρας να γλιστρήσει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calumare < ιταλ. caluma] …   Dictionary of Greek

  • καλουμάρισμα — το [καλουμάρω] ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλουμάρω* …   Dictionary of Greek

  • παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”